τρυχηρος

τρυχηρος
    τρυχηρός
    τρῡχηρός
    3
    изношенный, изорванный
    

τρυχηρὰ περὴ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Eur. — изорванные лохмотья на истерзанном теле


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τρυχηρος" в других словарях:

  • τρυχηρός — ά, όν, Α 1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος 2. βασανιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυχηρά — τρῡχηρά , τρυχηρός ragged neut nom/voc/acc pl τρῡχηρά̱ , τρυχηρός ragged fem nom/voc/acc dual τρῡχηρά̱ , τρυχηρός ragged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυχηρόν — τρῡχηρόν , τρυχηρός ragged masc acc sg τρῡχηρόν , τρυχηρός ragged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • τρυχηρᾷ — τρῡχηρᾷ , τρυχηρός ragged fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»